-
1 ἡμιόλιος
ἡμι-όλιος, anderthalb (das andere Ganze nur halb habend); μισϑός, οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher; wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie -
2 ὑφ-ημιόλιος
ὑφ-ημιόλιος, drückt das Verhältniß zweier Zahlen zu einander aus, von denen die eine 11/2 mal kleiner als die andere ist, Ggstz von ἐφήμισυς od. ἡμιόλιος, Nic. arithm. 1, 19; vgl. Arist. metaph. 4, 15.
-
3 ἡμι-όλιος
ἡμι-όλιος, auch 3 Endgn, Her. 5, 88, anderthalb (das andere Ganze nur halb habend), z. B. 4: 6, Plat. Theaet. 154 c; διαστάσεις, Tim. 36 a, öfter; μισϑός, οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher, Xen. An. 1, 3, 21, wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie, Arist. H. A. 9, 32; ηὔ. ξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέϑει D. Sic. 15, 44; – ὁ ἡμιόλιος, Pol. 5, 101, 2, = ἡμιολία 2), v. l. τοὺς ἡμιόλους.
-
4 ὑφημιόλιος
ὑφ-ημιόλιος, drückt das Verhältnis zweier Zahlen zu einander aus, von denen die eine 1 1/2 mal kleiner als die andere ist
См. также в других словарях:
ἡμιόλιος — containing one and a half masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
ἡμιολίων — ἡμιόλιος containing one and a half fem gen pl ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίως — ἡμιόλιος containing one and a half adverbial ἡμιόλιος containing one and a half masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόλιον — ἡμιόλιος containing one and a half masc acc sg ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίαις — ἡμιόλιος containing one and a half fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίοις — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίου — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίους — ἡμιόλιος containing one and a half masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίῳ — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόλια — ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)